Παύσων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύσων — παύω make to end fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παύσωνα — Παύσων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παύσωνι — Παύσων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παύσωνος — Παύσων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παύσωσι — Παύσων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παύσωσιν — Παύσων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παμπόνηρος — η, ο (ΑΜ παμπόνηρος, ον) πάρα πολύ πονηρός, πάρα πολύ κακός («Παύσων ὁ παμπόνηρος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. τετραπέρατος, διαβολεμένος, πανέξυπνος 2. φρ. «παμπόνηρη αλεπού» ύπουλος άνθρωπος νεοελλ. μσν. αυτός που υποκρίνεται τον αγαθό ενώ στην… … Dictionary of Greek